αρτεργάτης

αρτεργάτης
ο , αρτεργάτρια [-ις (-ιδος)] η пекарь, рабо|чий, -тница хлебопекарни

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αρτεργάτης" в других словарях:

  • αρτεργάτης — ο θηλ. τρια εργάτης αρτοποιείου: Ήταν πολλά χρόνια αρτεργάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρτεργάτης — ο (θηλ. τρια, η) ο εργάτης αρτοποιείου, ο ζυμωτής ή φουρνιστής …   Dictionary of Greek

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»